-
1 μνήμη
η память (в разн. знач);καλή μνήμη — хорошая память;
μηχανική (οπτική) μνήμη — механическая (зрительная) память;
στη μνήμη — или εις μνήμην κάποιου — в память кого-л.; — памяти кого-л.;
τιμώντας τη μνήμη — чтя память;
προς τιμήν της μνήμης — в ознаменование памяти;
§ από μνήμης — наизусть;
ομιλώ (απαγγέλλω) από μνήμης — говорить (читать) по памяти;
θλιβερά τη μνήμη — печальной памяти;
αιωνία του η μνήμη — вечная ему память
См. также в других словарях:
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek